Ο κατά κόσμον Θεόδοτος Νικηφόρορβιτς Χορόση γεννήθηκε στο χωριό Φιοντόροφκα της Κομητείας Τσιγκιρίν του
Κυβερνείου Κιέβου στις 10 Ιουλίου 1895. Στις 16 Δεκεμβρίου 1912 χειροτονήθηκε
Διάκονος και στις 24 Απριλίου 1920 Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο
Ουμάν Δημήτριο. Το 1921
εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της μη-κανονικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Το 1929 συνελήφθη από τις Σοβιετικές αρχές λόγω της θρησκευτικής του δράσης και
φυλακίστηκε μέχρι το 1937. Μετά την αποφυλάκισή του εγκαταστάθηκε στο
Κυροβογκράδ. Στις 12 Μαΐου 1942 εκάρη μοναχός. Την ίδια ημέρα χειροτονήθηκε
Επίσκοπος Κυροβογκράδ στη δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, η
οποία αναβίωσε με ενέργειες του
Μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονυσίου. Τη χειροτονία
τέλεσε ο Επίσκοπος Τσιγκιρίν Νικάνωρ, συμπαραστατούμενος από τον Επίσκοπο
Ουμάν
Ιγκόρ. Τον Νοέμβριο του 1942 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Το 1945 με το τέλος του
πολέμου μετανάστευσε μέσω Σλοβακίας στο Μόναχο της Γερμανίας. Ο
Μητροπολίτης
Πολύκαρπος, επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας της Διασποράς, του ανέθεσε τη
διαποίμανση των προσφύγων Ουκρανών στη Βαυαρία. Το 1951 κλήθηκε στον Καναδά και
τοποθετήθηκε Αρχιεπίσκοπος Τορόντο και Ανατολικού Καναδά. Κατά την Αρχιερατεία
του χτίστηκαν δεκαεννέα νέοι Ναοί. Από το 1970 ασκούσε και τα καθήκοντα του
επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας στον Καναδά λόγω ασθένειας του
Μητροπολίτη
Ιλαρίωνα. Το 1972 μετά την κοίμηση του
Μητροπολίτη
Ιλαρίωνα εξελέγη Μητροπολίτης
Ουΐνιπεκ και Κεντρικού Καναδά. Ωστόσο το 1975 παραιτήθηκε από Μητροπολίτης
Ουΐνιπεκ και επέστρεψε στη διοίκηση της Ανατολικής Επαρχίας. Εκοιμήθη στο
Τορόντο στις 18 Μαΐου 1977. |