Ο κατά κόσμον Γεώργιος Ιβάνοβιτς Σρέτερ γεννήθηκε
στις 16 Μαΐου 1901 στο Τομάσεβο της Βολυνίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή
Βαρσοβίας το 1929. Στις 11 Αυγούστου 1930 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.
Υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας του Πολωνικού στρατού από το 1934 μέχρι το
1938. Στις 12 Νοεμβρίου 1938 εκάρη μοναχός. Στις 13 Νοεμβρίου 1938 έλαβε το
οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 27 Νοεμβρίου 1938 χειροτονήθηκε
τιτουλάριος Επίσκοπος Λιούμπλιν, Βικάριος της Επισκοπής Βαρσοβίας. Κατά τον
Β΄ παγκόσμιο πόλεμο περιορίστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ονουφρίου Γιάμπλετσνας
(στον Νομό Λιούπλιν) και τοποθετήθηκε Βικάριος της Επισκοπής Χέλμ. Το 1944
εξελέγη Επίσκοπος Χέλμ. Το 1945 μετέβη από το Χέλμ στη Βαρσοβία. Στη
συνέχεια ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας για την
κατάργηση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Πολωνίας και την υπαγωγή των
Επισκοπών της στο Πατριαρχείο Ρωσίας. Ωστόσο στα τέλη Απριλίου του 1945
επέστρεψε στην Πολωνία ο Μητροπολίτης
Βαρσοβίας Διονύσιος και σταμάτησαν οι διαβουλεύσεις. Στις 15 Ιουλίου 1946 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο και εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Μπιελοστόκ και Μπέλσκ.
Διετέλεσε τοποτηρητής της Επισκοπής Βρότσλαβ και Στσέτσιν από τις 21 Μαΐου
μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 1948. Το 1948 μετά τη σύλληψη και απομάκρυνση του
Μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονυσίου μετέβη στη Μόσχα για διαβουλεύσεις. Κατόπιν
δικών του ενεργειών στις 22 Ιουνίου 1948 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου
Ρωσίας ανακήρυξε την Εκκλησία της Πολωνίας αυτοκέφαλη (δεν την αναγνώριζε
μέχρι τότε). Μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα διέμενε στο Μητροπολιτικό
Μέγαρο της Βαρσοβίας και οι σχέσεις του με τον εκτοπισμένο Μητροπολίτη
Βαρσοβίας Διονύσιο ήταν τεταμένες. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1951 ονομάστηκε Αρχιεπίσκοπος Μπιελοστόκ και Γκντάνσκ
και αναχώρησε από τη Βαρσοβία για το Μπιελοστόκ. Κατά τη διάρκεια της
ασθένειας του Μητροπολίτη Βαρσοβίας Μακαρίου διετέλεσε αναπληρωτής του
(1959-1961). Στις 5
Μαΐου 1961 εξελέγη Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας. Εκοιμήθη στη
Βαρσοβία στις
20 Μαΐου 1962. |