Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Σκοπίων κυρός Θεοδόσιος. (1846-1926).
(Βουλγαρική Εξαρχία).

Ο κατά κόσμον Βασίλειος Γκολογκάνωφ γεννήθηκε στο χωριό Ταρλίς της Επαρχίας Νευροκοπίου (σημερινός Βαθύτοπος Δράμας) στις 7 Ιανουαρίου 1846. Το 1862 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Επίσκοπο π. Τρίκκης Προκόπιο, ο οποίος αναπλήρωνε τον Μητροπολίτη Μελενίκου Διονύσιο. Το 1864 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στις Σέρρες και το Νευροκόπι και ήρθε σε σύγκρουση με τον τοπικό Ελληνικό κλήρο. Από το 1865 μέχρι το 1867 υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Ερσεκίου (Ερζεγοβίνης) κοντά στον Μητροπολίτη Προκόπιο. Από το 1867 μέχρι το 1868 υπηρέτησε ως Εφημέριος στη Φιλιππούπολη. Το 1869 διορίστηκε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κριτσίμ (Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως). Το 1870 εντάχθηκε στη Βουλγαρική Εξαρχία σύντομα όμως επέστρεψε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1874 εντάχθηκε εκ νέου στη Βουλγαρική Εξαρχία. Το 1875 τοποθετήθηκε Εφημέριος της Βουλγαρικής Εκκλησίας στις Σέρρες. Εκεί συγκρούστηκε και πάλι με τους Έλληνες κληρικούς και απειλήθηκε η ζωή του. Το ίδιο έτος έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Νύσσης. Το 1876 ανέλαβε καθήκοντα Εφημερίου στη Βουλγαρική Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη. Υπηρέτησε επίσης ως Εφημέριος στις Σαράντα Εκκλησιές. Στις 6 Ιανουαρίου 1885 χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη Μητροπολίτης Σκοπίων. Ωστόσο μόνο το 1890 μπόρεσε να μεταβεί στα Σκόπια. Έμεινε για μικρό διάστημα στα Σκόπια και στη συνέχεια αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ως Μητροπολίτης Σκοπίων απομάκρυνε από καίριες θέσεις ανθρώπους οι οποίοι είχαν γεννηθεί στη Βουλγαρία και τους αντικατέστησε με άλλους οι οποίοι είχαν γεννηθεί σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας. Ήρθε σε επαφή με Σέρβους διπλωμάτες με σκοπό την αναβίωση της Αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Ανάλογα με τα προσωπικά του συμφέροντα υποστήριζε άλλοτε ότι είναι Έλληνας, άλλοτε Βούλγαρος και άλλοτε Σέρβος. Το 1891 απηύθυνε επιστολή προς τον Πάπα Λέοντα τον ΙΓ΄ με την οποία του ζητούσε να ενώσει κάτω από το ωμοφόριό του όλους τους Χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας επανιδρύοντας την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας. Την περίοδο αυτή στράφηκε και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για αναγνώριση αλλά δεν έγινε δεκτός. Διέρρηξε τις σχέσεις του με τον Βούλγαρο Έξαρχο Ιωσήφ και το 1892 παύθηκε. Σχετικά με τις αποσχιστικές τάσεις του Μητροπολίτη Θεοδοσίου έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτές οφείλονταν είτε στην προσωπική του αντιπάθεια προς τον Έξαρχο Ιωσήφ είτε στο γεγονός ότι δεν είχε σαφή και ξεκάθαρη άποψη για την εθνική του ταυτότητα. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν αιτήματος μετανοίας επανήλθε στη Βουλγαρική Εξαρχία και επιβεβαίωσε ότι είναι Βούλγαρος γέννημα-θρέμμα. Από το 1892 μέχρι το 1901 διέμενε στην Ιερά Μονή Ντραγκαλέβτσι κοντά στη Σόφια. Από το 1901 μέχρι το 1906 υπηρέτησε ως Βοηθός του Μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως Ναθαναήλ. Το 1914 μετά την κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους του ανατέθηκε η διοίκηση της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Την περίοδο αυτή ήταν φιλικός με τον Ελληνικό κλήρο. Εκοιμήθη στη Σόφια την 1 Φεβρουαρίου 1926.

Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.