Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κυρός Σωφρόνιος. (1825-1900).
(Εκκλησία της Κύπρου).

Ο Σωφρόνιος Αντωνίου γεννήθηκε στο χωριό Πρόδρομος (χωριό της μητέρας του) της Επαρχίας Λεμεσού στις 27 (ή 25) Απριλίου 1825. Σε πολύ μικρή ηλικία η οικογένειά του μετοίκησε στο χωριό Φοινί (χωριό του πατέρα του) της Επαρχίας Λεμεσού, από το οποίο προσέλαβε και το προσωνύμιο "Φοινιεύς". Σε ηλικία επτά ετών εισήλθε στην Ιερά Μονή Παναγίας Τροοδιτίσσης υπό την προστασία του εκ μητρός θείου του και Σκευοφύλακος της Μονής Γέροντος Χαραλάμπους. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών αναχώρησε από το Μοναστήρι μαζί με τον θείο του και μετέβησαν στην Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσορροϊατίσσης της Πάφου. Στις 16 Απριλίου 1842 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνα. Από το 1843 μέχρι το 1847 υπηρέτησε ως Διάκονος στην Αττάλεια της Πισιδίας. Τον Ιανουάριο του 1847 μετέβη στη Σμύρνη, όπου υπηρέτησε ως Διάκονος του Ελληνικού Νοσοκομείου. Παράλληλα φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Μετά το τέλος των σπουδών του δίδαξε ως δάσκαλος στην Ευαγγελική Σχολή για δύο έτη (1851-1853). Το 1853 μετέβη στην Αθήνα. Υπηρέτησε ως Διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πειραιά και παράλληλα φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών του μετέβη στην Κύπρο όπου υπηρέτησε ως Σχολάρχης Λευκωσίας (1861-1865). Το 1862 προτάθηκε για τη χηρεύουσα Μητρόπολη Κυρηνείας αλλά αποποιήθηκε την πρόταση. Τον Οκτώβριο του 1865 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στις 26 Οκτωβρίου 1865 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και στις 28 Οκτωβρίου 1865 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Συμμετείχε στη Σύνοδο του 1872, η οποία καταδίκασε τη Βουλγαρική Εξαρχία. Εκοιμήθη στη Λευκωσία στις 9 Μαΐου 1900.

Αναθεώρηση: Τρίτη, 12 Οκτωβρίου 2021.