Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κυρός Ιερόθεος. (περ. 1795-1885).
(Πατριαρχείο Αντιοχείας).

Κατά κόσμον Ιωάννης. Γεννήθηκε στη Χώρα (Hoşköy) της Ανατολικής Θράκης περί το 1795. Σε νεαρή ηλικία προσελήφθη ως υποτακτικός του Ιερομονάχου Κοσμά, ο οποίος δίδασκε στη Σχολή του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα, όπου λίγο αργότερα εκοιμήθη ο ιερομόναχος Κοσμάς. Μετά την κοίμηση του Κοσμά ο Ιωάννης προσελήφθη ως υποτακτικός του Ιερομονάχου Ανθίμου. Το 1823 χειροτονήθηκε Διάκονος. Μετά τη χειροτονία του απεστάλη στην Αίγυπτο προκειμένου να συλλέξει χρηματική βοήθεια υπέρ του Παναγίου Τάφου. Για τον ίδιο λόγο εστάλη και στη Συρία. Ευρισκόμενος στον Λίβανο χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος το 1828 από τον Μητροπολίτη Πτολεμαΐδος Αθανάσιο. Το 1829 επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα και διορίστηκε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γεθσημανής. Στις 29 Μαρτίου 1831 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου. Το 1832 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και το 1833 εστάλη στη Ρωσίας, για να συλλέξει βοήθεια υπέρ του Παναγίου Τάφου. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος τον πρότεινε για διάδοχό του και την πρόταση αυτή ενέκρινε και η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το 1839 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1844 μετά την κοίμηση του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αθανασίου και λόγω διαφωνιών που προέκυψαν στους κόλπους της Αγιοταφιτικής αδελότητας υπέβαλε την παραίτησή του από τη διαδοχή του Πατριαρχικού θρόνου των Ιεροσολύμων. Στις 7 Οκτωβρίου 1850 εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας. Εκοιμήθη στις 16 Μαρτίου 1885.

 Αναθεώρηση: Τρίτη, 12 Οκτωβρίου 2021.