Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
και Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Γρηγόριος ο ΣΤ΄ (1798-1881).
(Οικουμενικό Πατριαρχείο).

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης γεννήθηκε στο χωριό Φαναράκι (Rumelifeneri) του Βοσπόρου την 1 Μαρτίου 1798. Σε ηλικία ένδεκα μόλις ετών τέθηκε υπό την προστασία του επιχωρίου Μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η οποία βρισκόταν τότε στην Ξηροκρήνη της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 20 Μαρτίου 1815 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο. Υπηρέτησε ως ιδιαίτερος Γραμματέας του Μητροπολίτου Δέρκων Γρηγορίου μέχρι την εκτέλεσή του στις 3 Ιουνίου 1821. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1824 προσελήφθη στην Πατριαρχική αυλή ως Μέγας Αρχιδιάκονος. Στις 6 Οκτωβρίου 1825 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και διορίστηκε Μέγας Πρωτοσύγκελος. Στις 24 Οκτωβρίου 1825 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πελαγωνείας. Τον Ιούνιο του 1833 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1835 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ήλθε σε σύγκρουση με τη Βρετανική πολιτική στο θέμα των Ιονίων νήσων, γεγονός που ήγειρε δίκη εναντίον του και οδήγησε στην παραίτησή του στις 20 Φεβρουαρίου 1840. Έκτοτε εφησύχαζε για 27 έτη στο Μέγα Ρεύμα (Arnavutköy) του Βοσπόρου. Στις 10 Φεβρουαρίου 1867 εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης. Στις 9 Ιουνίου 1871 παραιτήθηκε λόγω του Βουλγαρικού ζητήματος. Εκοιμήθη στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Ιουνίου 1881.

 Αναθεώρηση: Τρίτη, 12 Οκτωβρίου 2021.