Ο
κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κρητικός γεννήθηκε στη Χώρα της Σάμου το 1790 ή το
1792 ή το 1795. Το 1816 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού της
Σάμου. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Σάμου
Κύριλλο. Το 1818 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Σταγών Αμβρόσιο.
Το 1820 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και αφού συναντήθηκε με τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων Πολύκαρπο μετέβη το ίδιο έτος στα Ιεροσόλυμα και εντάχθηκε στην
Αγιοταφιτική αδελφότητα. Στις 10 Νοεμβρίου 1830 χειροτονήθηκε
Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας. Στις 17 Οκτωβρίου 1836 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος
Λύδδης. Στις 16 Μαρτίου 1845 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Το 1853 ίδρυσε
τη Θεολογική Σχολή του Σταυρού Ιεροσολύμων. Το 1872 αρνήθηκε να υπογράψει τα
πρακτικά της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία κήρυξε
σχισματική τη Βουλγαρική Εκκλησία. Στις 7 Νοεμβρίου 1872 αποκηρύχθηκε από τη
Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και παύθηκε, απόφαση η οποία επικυρώθηκε
από την Οθωμανική κυβέρνηση. Κατά διαταγή του διοικητή της Ιερουσαλήμ
επιβιβάστηκε σε πλοίο με συνοδεία στρατιωτών και οδηγήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη. Κηρύχθηκε επίσης σχισματικός και ακοινώνητος. Το 1875
άρθηκε το επιτίμιο του σχισματικού ενώ το επιτίμιο της ακοινωνησίας άρθηκε
το 1877 λίγο πριν την κοίμησή του. Διέμενε στην Κωνσταντινούπολη
όπου και εκοιμήθη στις 18 Αυγούστου 1877. |